αγγελοστορίζω — 1. επαινώ κάποιον υπερβολικά αποδίδοντάς του αρετές και χάρες αγγέλου, τόν περιγράφω σαν άγγελο 2. (η μτχ. ως επίθ.) αγγελοστορισμένος, η, ο ο ιστορισμένος, ζωγραφισμένος σαν άγγελος, ωραίος και καλός, αγγελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ιστορίζω] … Dictionary of Greek
ερωτοϊστορημένος — ἐρωτοϊστορημένος και ἐρωτοϊστορισμένος, η, ον (Μ) αυτός που φέρει ζωγραφισμένους έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ιστορημένος, μτχ. παρακμ. τού ιστορώ. Ο τ. ερωτοϊστορισμένος < έρως, ωτος + ιστορισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ιστορίζω*] … Dictionary of Greek
ιστοριζογράφω — ἱστοριζογράφω (Μ) ζωγραφίζω, εικονογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορίζω + γράφω] … Dictionary of Greek
ιστορισμός — ο [ιστορίζω] 1. η ιστοριοκρατία 2. μεθοδολογική αρχή σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα και τα φαινόμενα θεωρούνται και εξετάζονται μέσα στην ιστορική τους εξέλιξη, μέσα στη διαδικασία εμφάνισης, ανάπτυξης και εξαφάνισης τους και, ταυτόχρονα, σε… … Dictionary of Greek
ιστοριστός — ἱστοριστός και στοριοτός, ή, όν (Μ) [ιστορίζω] 1. ζωγραφιστός 2. ξακουστός … Dictionary of Greek
ιστόρισμα — και στόρισμα, το (ΑΜ ἱστόρισμα Μ και στόρισμα) [ιστορίζω] νεοελλ. μσν. ζωγραφιά, έργο ζωγραφικής αρχ. το ιστορικό τού ασθενούς … Dictionary of Greek
καταϊστορίζω — και καταϊστορῶ (Μ) καλύπτω με ζωγραφιές, διακοσμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱστορίζω (< ἵστωρ)] … Dictionary of Greek
στορίζω — και στορώ, άω και έω, Ν βλ. ιστορίζω … Dictionary of Greek