ιστορίζω

ιστορίζω
(Μ ἱστορίζω και στορίζω)
1. ζωγραφίζω, διακοσμώ
2. απεικονίζω, αναπαριστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού ιστορώ πιθ. κατ' επίδραση τού ζωγραφίζω (< ζωγραφώ < ζωγράφος). Ο τ. στορίζω προήλθε με σίγηση τού αρκτικού άτονου [i-] (πρβλ. υβρίζω > βρίζω, ημέρα > μέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγγελοστορίζω — 1. επαινώ κάποιον υπερβολικά αποδίδοντάς του αρετές και χάρες αγγέλου, τόν περιγράφω σαν άγγελο 2. (η μτχ. ως επίθ.) αγγελοστορισμένος, η, ο ο ιστορισμένος, ζωγραφισμένος σαν άγγελος, ωραίος και καλός, αγγελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + ιστορίζω] …   Dictionary of Greek

  • ερωτοϊστορημένος — ἐρωτοϊστορημένος και ἐρωτοϊστορισμένος, η, ον (Μ) αυτός που φέρει ζωγραφισμένους έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ιστορημένος, μτχ. παρακμ. τού ιστορώ. Ο τ. ερωτοϊστορισμένος < έρως, ωτος + ιστορισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ιστορίζω*] …   Dictionary of Greek

  • ιστοριζογράφω — ἱστοριζογράφω (Μ) ζωγραφίζω, εικονογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορίζω + γράφω] …   Dictionary of Greek

  • ιστορισμός — ο [ιστορίζω] 1. η ιστοριοκρατία 2. μεθοδολογική αρχή σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα και τα φαινόμενα θεωρούνται και εξετάζονται μέσα στην ιστορική τους εξέλιξη, μέσα στη διαδικασία εμφάνισης, ανάπτυξης και εξαφάνισης τους και, ταυτόχρονα, σε… …   Dictionary of Greek

  • ιστοριστός — ἱστοριστός και στοριοτός, ή, όν (Μ) [ιστορίζω] 1. ζωγραφιστός 2. ξακουστός …   Dictionary of Greek

  • ιστόρισμα — και στόρισμα, το (ΑΜ ἱστόρισμα Μ και στόρισμα) [ιστορίζω] νεοελλ. μσν. ζωγραφιά, έργο ζωγραφικής αρχ. το ιστορικό τού ασθενούς …   Dictionary of Greek

  • καταϊστορίζω — και καταϊστορῶ (Μ) καλύπτω με ζωγραφιές, διακοσμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱστορίζω (< ἵστωρ)] …   Dictionary of Greek

  • στορίζω — και στορώ, άω και έω, Ν βλ. ιστορίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”